- θαυμάζω
- και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω)1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλββ. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.)2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α. «σε θαυμάζω για την τόλμη σου» β. «καὶ τοὺς ἄλλους πολίτας θαυμάζειν τε και ἐκπεπλῆχθαι», Πλάτ.)3. τιμώ, λατρεύω, σέβομαι, εκτιμώ υπερβολικάνεοελλ.παθ. θαυμάζομαι και θαμάζομαιεκπλήσσομαι, απορώμσν.(η μτχ. ως επίθ.) θαυμασμένος, -η, -ονγεμάτος θαυμασμόαρχ.1. λέω κάτι με έκπληξη2. απορώ, παραξενεύομαι3. παθ. τιμώμαι («ὁ δὲ θωμαζόμενος μάλιστα καὶ παντὸς τοῦ στρατεύματος ἡγεόμενος», Ηρόδ.)4. φρ. α) «θαυμάζω πρόσωπόν τινος» — διατηρώ σεβασμό σε κάποιο πρόσωπο (ΠΔ.)β) «τά εἰκότα θαυμάζομαι» — λαμβάνω τις τιμές που μού αρμόζουν (Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα.ΠΑΡ. θαυμασμός, θαυμαστής, θαυμαστικός, θαυμαστόςμσν.θαύμασμα.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποθαυμάζωαρχ.αναθαυμάζω, εκθαυμάζω, επιθαυμάζω, προσθαυμάζω, συνθαυμάζω, υπερθαυμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.